- ὠμοφόρου
- ὠμοφόροςportermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμοφόρος — ὁ, ΜΑ 1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.) 2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος (στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + φόρος*] … Dictionary of Greek